Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Η Εξέλιξη των Θεωριών της Φυσικής,






ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
 
Ευτύχης Μπιτσάκης,
 

 
εκδ. «Δαίδαλος» - Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008

Με το πρόσφατο αυτό βιβλίο του, ο Ευτύχης Μπιτσάκης επιχειρεί, μέσα από μια δύσκολη αλλά όπως τελικά αποδεικνύεται επιτυχημένη προσπάθεια, μια επιστημολογική και κοινωνικο-ιστορική μελέτη της εξέλιξης των θεωριών της Φυσικής, δίνοντάς μας ένα καλογραμμένο βιβλίο με πολλαπλό ενδιαφέρον – επιστημονικό, ιστορικό, επιστημολογικό και, υπό μια ευρύτερη ασφαλώς έννοια, γνωσιοθεωρητικό. Υπό το πρίσμα αυτό, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια από τις ελάχιστες προσπάθειες, αν όχι τη μοναδική, στην ελληνική τουλάχιστον βιβλιογραφία, να παρουσιασθεί έγκυρα μια περιεκτική και συνεκτική, κοινωνικο-ιστορικά τεκμηριωμένη θεώρηση των προβλημάτων της μελέτης των θεμελίων της φυσικής επιστήμης και της επιστημονικής, αντίστοιχα, αλήθειας.
 
Ιδιαίτερη μέριμνα του συγγραφέα είναι, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, η αποφυγή των δύο μονόπλευρων και ανιστορικών ιδεολογικών προσεγγίσεων, της μίας που θέλει την εξέλιξη των φυσικών θεωριών να είναι μια ομαλή, σωρευτική συνεχής διαδικασία, μια σειρά από «παραδείγματα», όπως υποστηρίζει ο Τόμας Κουν, που αδυνατεί να καταδείξει τη δυναμική του επιστημονικού γίγνεσθαι, και την άλλη εκείνης που τη θέλει να συνοδεύεται από ασυνεχείς αλλαγές, «τομές» και ρήξεις, που δεν συλλαμβάνει την ιστορία της επιστήμης ως διαδικασία υπέρβασης ή γνωσιακής, επιστημονικής μεταλλαγής.
 
Στην εισαγωγή του βιβλίου γίνεται μια κατατοπιστική αναφορά στον ορισμό της επιστημολογίας, στα ρεύματα και στη σημαντική της λειτουργία στη θεμελίωση, στην ανάπτυξη και στην κατανόηση των επιστημών, και καταδεικνύεται η άμεση σύνδεσή της με την ιδεολογία μιας εποχής, και πιο συγκεκριμένα, με την ιστορία της επιστήμης, τη λογική και την εξέλιξη της τεχνικής και της ιστορίας γενικότερα.
 
Στη συνέχεια της εισαγωγής παρουσιάζεται μια κριτική συζήτηση των προβλημάτων της οριοθέτησης επιστήμης και θεολογίας –με συγκριτική αναφορά στα ρεύματα του ρεαλισμού και του νομιναλισμού– και της οριοθέτησης επιστήμης και μεταφυσικής –με αναφορά στον Χιουμ και τις αντιμεταφυσικές του θέσεις, στον Καντ, και τους ανιστορικούς προεμπειρικούς του τύπους της εποπτείας και τις προεμπειρικές του κατηγορίες της νόησης, και στο σολιψιστικό, τελικά, ρεύμα του θετικισμού. Στο τελευταίο μέρος της εισαγωγής παρουσιάζονται οι προτάσεις του Ε. Μπιτσάκη για μια ρεαλιστική εξελικτική επιστημολογία, που θα δίνει έμφαση στην ιστορική διαδικασία της εξέλιξης των επιστημών, και θα ιδιοποιείται τους νόμους του αντικειμενικού κόσμου, παρουσιάζοντας μια εσωτερική δυναμική που πραγματώνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, όπως άλλωστε και οι ίδιες οι φιλοσοφικές προτάσεις επηρεάζουν και θεωρητικοποιούν μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα.
 
Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται μια σκιαγραφία της προϊστορίας της Φυσικής, με μια ουσιαστική αναφορά στις φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες της προεπιστημονικής περιόδου –που σηματοδοτείται κυρίως από το έργο του Αριστοτέλη και του Δημόκριτου– αλλά και στη διαλεκτική υπέρβαση του προεπιστημονικού αυτού σταδίου, που μέσα από ένα γνωσιακό άλμα, χωρίς «τομές» ή θετικιστικές σωρευτικές διαδικασίες, οδήγησε στην πρώτη διατύπωση της Μηχανικής από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα. Ως προϋποθέσεις αυτής της δημιουργικής πορείας αναφέρονται οι πολλές τεχνικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, που με δυναμισμό συντελούνται κατά το 12ο και 13ο αιώνα, με πρωτεργάτες τον Κοπέρνικο, τον Τύχο Μπράχε και τον Κέπλερ, καθώς και οι ιδεολογικές διεργασίες που κλώνισαν την πίστη στην εκκλησιαστική και αριστοτελική αυθεντία. Οι διαδικασίες αυτές ήταν στενά συνυφασμένες, όπως σημειώνει ο Μπιτσάκης, με τα κινήματα του νομιναλισμού, του εμπειρισμού και του ουμανισμού, με την παρατήρηση, το πείραμα και την επαγωγική μέθοδο, με τις απόπειρες για οριοθέτηση των σχέσεων της θεολογίας με τη φιλοσοφία και τις επιστήμες –οριοθέτηση που δεν απαρνιόταν τη θρησκευτική πίστη, απελευθέρωνε όμως τη φιλοσοφία και τις επιστήμες από τη δυναστεία του δόγματος– καθώς και με το κίνημα του Διαφωτισμού αλλά και με την εμπειρική - μηχανιστική φιλοσοφία.
 
Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην εννοιολογική και φυσική θεμελίωση της Φυσικής. Γίνεται μια ουσιαστική και κριτική παρουσίαση των κεντρικών στοιχείων του έργου του Καρτέσιου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα και μια ανάλυση των φυσικών και επιστημολογικών τους προϋποθέσεων. Στο τέλος του κεφαλαίου σκιαγραφείται η μηχανιστική κοσμοαντίληψη ως μια από τις οντολογικές προκείμενες της Μηχανικής, που στηρίχθηκε στις μηχανικές επιστήμες του 17ου και του 18ου αιώνα και κυριάρχησε μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Όπως κριτικά αναφέρει ο Ε. Μπιτσάκης, η διατύπωση της μηχανιστικής κοσμοαντίληψης θεμελιώθηκε σε διαλεκτική αντίθεση με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την κίνηση, όπως άλλωστε και η κοπερνίκεια θεώρηση επιβλήθηκε ως η γόνιμη διαλεκτική άρνηση του αριστοτελικού - πτολεμαϊκού προτύπου. Ωστόσο, η θεμελίωση αυτή δεν έπαψε να προϋποθέτει μια στατική αντίληψη για τη φύση, στη βάση μιας λογικής της ταυτότητας και με αποδοχή της στιγμιαίας δράσης από απόσταση.
 
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των γενικευμένων διατυπώσεων του Lagrange και του Hamilton, η διατύπωση και χρήση της αρχής της ελάχιστης δράσεως, καθώς και μια ουσιαστική αναφορά στη λογική δομή της Μηχανικής. Η εξέλιξη της επιστήμης αυτής, σ’ αυτό το στάδιο, δεν χαρακτηρίζεται από «τομές» και ριζικές ασυνέχειες αλλά από γνωσιακές αλλαγές και υπερβάσεις, που δεν απορρίπτουν την παλαιότερη θεώρηση. Σ’ αυτό το στάδιο η Μηχανική αποτέλεσε το επιστημολογικό πρότυπο για τις υπόλοιπες φυσικές θεωρίες αλλά και για τη φιλοσοφία.
 
Η αποδοχή, από τη μια μεριά, ενός νευτώνειου απόλυτου πλαισίου για το χώρο και το χρόνο, και μιας στιγμιαίας δράσης από απόσταση, και η προσπάθεια, από την άλλη μεριά, μιας μηχανικής ερμηνείας των νόμων του ηλεκτρομαγνητισμού –που περιγράφουν μια φυσική αλληλεπίδραση που διαδίδεται με πεπερασμένη ταχύτητα– οδήγησε, όπως σημειώνει ο Μπιτσάκης, στην κρίση της κλασικής Φυσικής. Απάντηση στην κρίση αυτή έδωσε η θεωρία της Σχετικότητας, που οδήγησε ουσιαστικά στη διαλεκτική υπέρβαση και άρνηση του οντολογικού και εννοιολογικού πλαισίου της κλασικής Μηχανικής. Στην ηλεκτρομαγνητική, λοιπόν, θεωρία και στη θεωρία της σχετικότητας (την ειδική και τη γενική) αναφέρεται το τέταρτο κεφάλαιο, όπου γίνεται μια κριτική συζήτηση και παρουσίαση του σχετικού και του απόλυτου, των παλιών απόλυτων εννοιών της κλασικής Μηχανικής και των νέων απόλυτων μεγεθών της σχετικιστικής Φυσικής –με την τοπικότητα, ως ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της, και τον τετραδιάστατο φορμαλισμό της– του χώρου Μινκόφσκι και των εννοιών της ύλης, της μάζας και της ενέργειας. Η γενική θεωρία της σχετικότητας αποτέλεσε, άλλωστε, το μαθηματικό πλαίσιο της νεώτερης κοσμολογίας. Με αυτόν τον συνδετικό κρίκο περνάει λοιπόν ο Μπιτσάκης στο κοσμολογικό πρόβλημα.
 
Το πέμπτο και το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στο κοσμολογικό ερώτημα, που ξεκινάει από τις μυθικές κοσμογονίες και τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές κοσμολογίες και καταλήγει στα σύγχρονα κοσμολογικά πρότυπα, με ενδιάμεσα στάδια την κυριαρχία του γεωκεντρικού συστήματος και του έργου του Κοπέρνικου (ηλιοκεντρικό σύστημα), του Κέπλερ (νόμοι των πλανητικών τροχιών), του Γαλιλαίου (παρατηρησιακή θεμελίωση του ηλιοκεντρικού συστήματος και των νόμων των πλανητικών τροχιών) και του Νεύτωνα (ρεαλιστικό «κοσμολογικό» πρότυπο). Ιδιαίτερα στο έκτο κεφάλαιο, ο Ε. Μπιτσάκης προχωράει σε μια ουσιαστική, επιστημονικά τεκμηριωμένη κριτική των προϋποθέσεων και των επί μέρους παραδοχών του κυρίαρχου σήμερα προτύπου της Μεγάλης Έκρηξης, υποστηρίζοντας ότι οι βασικές προϋποθέσεις του στερούνται φυσικού νοήματος, και αναδεικνύοντας το δυναμικό του χαρακτήρα.
 
Τα τρία τελευταία κεφάλαια αναφέρονται στα προβλήματα ερμηνείας της κβαντικής μηχανικής και στις δύο κύριες, αντίθετες σχολές –τη θετικιστική, ουσιαστικά, Σχολή της Κοπεγχάγης (Μπορ, Χάιζενμπεργκ κ.ά.) και τη Ρεαλιστική Σχολή (Αϊνστάιν, Πλανκ, κ.ά.)– που επιχείρησαν να ερμηνεύσουν μέσα από δύο διαφορετικές επιστημολογικές αντιλήψεις, τα θεμέλια της μικροφυσικής αυτής θεωρίας. Στη διαμάχη αυτή, ο Μπιτσάκης τάσσεται με επιστημονικά τεκμηριωμένη αιτιολόγηση, υπέρ της Ρεαλιστικής Σχολής, για μια τοπική και αιτιοκρατική ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής.
 
Στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζονται τέσσερα χρήσιμα παραρτήματα: για τους μετρικούς χώρους, την αρχή της ελάχιστης δράσεως, τη δυαδικότητα σωματίου - κύματος, και την έννοια της κβαντικής κατάστασης. Ένας συνοπτικός όσο και λεπτομερειακός Πίνακας Τεχνικών και Επιστημονικών Εξελίξεων, καθώς και μια μερική αλλά χρήσιμη επισήμανση της σχετικής ελληνικής βιβλιογραφίας (με αναφορά βιβλίων και περιοδικών με επιστημολογικά κείμενα) ολοκληρώνουν τη συγγραφή αυτού του πολύ ενδιαφέροντος έργου.
 
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ευτύχης Μπιτσάκης «Το βιβλίο έχει άποψη. Αλλά κάθε προσωπική ερμηνεία, συνοδεύεται από την κριτική ανάλυση των αντίθετων ερμηνειών».
 
Πρόκειται πράγματι για μια φιλόδοξη όσο και επιτυχημένη προσπάθεια μιας επιστημονικής, επιστημολογικής και κοινωνικο-ιστορικής μελέτης της εξέλιξης των θεωριών της Φυσικής, που σίγουρα δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει, αν δεν στηριζόταν γερά πάνω στο σπάνιο, πολυσύνθετο, συνεχές και σοβαρό επιστημονικό, φιλοσοφικό και κοινωνικό έργο του συγγραφέα. Ένα βιβλίο, που σίγουρα αξίζει να διαβασθεί και να συζητηθεί.
 
Ι. Ν. Mαρκόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...